κοκοκάρυο

κοκοκάρυο
το
βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, κν. ινδική καρύδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. noix de coco. Η λ. είναι νόθο σύνθ. διότι το α' συνθετικό της είναι ξεν. προελεύσεως (βλ. κόκο) ενώ το β' συνθετικό είναι απόδοση (noix «κάρυο, καρύδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαργέλλιον — μαργέλλιον, τὸ (Α) είδος οινικόδεντρου ή ο καρπός του, ίσως το κοκοκάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. marikela (πρβλ. περσ. margel)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”